Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μοσχομυρισμένος
επίθετο

1 fragrante
2 odoroso
3 olezzante
4 redolente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μοσχομυρίζω μοσχοπόντικας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---