Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μνήμη
ουσιαστικό θηλυκό

1 memoria
2 [ανάμνηση] ricordo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μνημειώδης μνημομεύω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


συγκρατώ στη μνήμη = tenere a mente


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---