Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μισόφωτο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 penombra
2 semioscurità
3 luce crepuscolare
4 luce incerta
5 mezza luce
6 bagliore crepuscolare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μισοφωτισμένος μισοχαλασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---