Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μίλι
ουσιαστικό ουδέτερο

miglio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μιλητός μιλιά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το ναυτικό μίλι = miglio [αρσ.] nautico


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---