Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μικροφιλοτιμία
ουσιαστικό θηλυκό
1
ombrosità
2
permalosità
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μικροφίλμ
μικροφιλότιμο >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μικρούτσικος
[επίθ.]
Μικροφαράντ
[ουσ ουδ.]
μικροφασαρίες
[θηλ. ουσ πληθ.]
μικροφθαλμία
{χωρ. πληθ...
μικροφίλμ
[ουσ ουδ.]
μικροφιλοτιμία
[θηλ.ουσ]
μικροφιλότιμο
{χωρ. πληθ...
μικροφιλότιμος
[επίθ.]
μικροφίς
[ουσ ουδ.]
μικροφυσική
[θηλ.ουσ]
μικροφωνικός
[επίθ.]
μικροφωνισμός
[ουσ αρσ ]
μικρόφωνο
{μικροφών-...
μικροφωτογραφία
[θηλ.ουσ]
μικροφωτογραφίζω
[ρ.]
μικροφωτογραφικός
[επίθ.]
μικροχαρές
[θηλ. ουσ πληθ.]
μικροχειρουργική
[θηλ.ουσ]
μικροχειρουργικός
[επίθ.]
μικροχημεία
{μικροχημε...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis