Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›μετέρχομαι

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

μετέρχομαι
ρήμα μεταβατικό

1 adoperare
2 impiegare
3 occupare (vt)
4 professare (vt)
5 usare

permalink
‹ μετερίζι
μετέχω ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μετεξέλιξη {-ης κ. -ί...
μετεξέταση {-ης κ. -ά...
μετεξεταστέος [επίθ.]
μετέπειτα [επίρ.]
μετερίζι {χωρ. γεν....
μετέρχομαι {μετήλθα} ...
μετέχω πρτ. μετεί...
μετέχων [ουσ ουδ.]
μετεωρίζομαι [ρ.]
μετεωριζόμενος [επίθ.]
μετεωρικός [επίθ.]
μετεωρισμένος [επίθ.]
μετεωρισμός [ουσ αρσ ]
μετεωρίτης {μετεωριτώ...
μετεωριτικός [επίθ.]
μετέωρο [ουσ ουδ.]
μετεωρογραφία {χωρ. πληθ...
μετεωρογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
μετεωρόλιθος {μετεωρολί...
μετεωρολογία {χωρ. πληθ...


{{ID:METERCOMAI100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti