Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεταφορά
ουσιαστικό θηλυκό

1 trasporto
2 [μετάφραση] traduzione (f)
3 [ταινίας] trascrizione (f), sbobinatura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεταφέρων μεταφορέας  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


τα δημόσια μέσα μεταφοράς = mezzi [αρσ. πλυθ.] pubblici


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---