Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μετάδοση
ουσιαστικό θηλυκό

1 trasmissione (f)
2 [αρρώστιας] contagio

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Μεταδισουλφίδιο μεταδότης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η απευθείας μετάδοση = tramissione [θηλ.] in diretta


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---