Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμεσολαβώ
ρήμα αμετάβατο 1 fare da tramite (m) 2 [παρεμβάλλομαι] essere tra… 3 [χρόνος] passare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |