Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεσίτης
ουσιαστικό αρσενικό

1 mediatore (m)
2 [ακινήτων] agente (m) immobiliare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεσιτεύω μεσιτικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---