Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μελάτος
επίθετο

1 [πυκνόρρευστος] denso
2 [με μέλι] al miele (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μελάσα μελαχρινή  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μελάτο αυγό = uovo [αρσ.] alla coque


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---