Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μεγαλόσωμος
επίθετο

1 atticciato
2 corposo
3 robusto
4 tarchiato
5 di grande statura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μεγαλόσχημος μεγαλούπολη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---