Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαυρίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 annerire
2 [από ήλιο] abbronzarsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαυριδερός Μαυρίκιος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---