Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μάρκα
ουσιαστικό θηλυκό

1 marca, marchio
2 [κέρμα] gettone (m)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαριχουάνα μαρκαδόρος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το πλυντήριο με μάρκες = lavanderia [θηλ.] a gettoni


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---