Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμάρκα
ουσιαστικό θηλυκό 1 marca, marchio 2 [κέρμα] gettone (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατο πλυντήριο με μάρκες = lavanderia [θηλ.] a gettoni Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |