Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μάργαρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 madreperla
2 nacchera
3 perla

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαργαριτοφόρος μαργαρώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---