Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μαντατοφόρος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 foriero
2 messaggero
3 messo
4 portaordini
5 portapacchi
6 premonitore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μαντάτο μαντεία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---