Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λεύκη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 botanica ((arcaico)) pioppo
2 medicina leucodermi`a ~f~, vitili`gine ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λευκαυγέστερος λεύκινος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---