Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλεγάμενη
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [λεγάμενος] λεγάμενος ουσιαστικό αρσενικό 1 ((ironico)) quel tale ~m~ συναντηθήκαμε με τον λεγάμενο == ci siamo incontrati con quel tale 2 il moro`so ~m~, il fidanza`to ~m~ την έπιασε o πατέρας της με τον λεγόμενo == il padre l'ha sorpresa col moroso permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |