Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαγός
ουσιαστικό αρσενικό zoologia lepre ~f~ έγινε λαγός == se l'è data a gambe && τάζω λαγούς με πετραχήλια == promettere mari e monti λαγουδίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [λαγός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |