Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαδώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 u`ngere λαδώνω ένα ταψί == ungere una teglia 2 ecclesiastico ((popolare)) u`ngere col santo crisma, battezza`re 3 λιπαίνω ingrassa`re, lubrifica`re, olia`re 4 ((figurato)) dare una bustare`lla, u`ngere le ruo`te, corro`mpere αν δε λαδώσεις, δεν πρόκειται να εξυπηρετηθείς == se non si ungono le ruote, non si ottiene niente permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |