Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλαδερό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 ampo`lla ~f~ dell'o`lio, olie`ra ~f~ 2 gastronomia orta`ggi ~mp~ o legu`mi ~mp~ cucina`ti con o`lio e pomodo`ro permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |