Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κουτσοπίνω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

bere pian piani`no κάθoνταν σε μια γωνίτσα και τα κουτσόπιναν == se ne stavano seduti in un angolino e bevevano pian pianino

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κουτσονούρης κουτσός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---