Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψυχορραγώ
ρήμα αμετάβατο

1 agonizzare
2 boccheggiare
3 non avere più fiato in corpo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψυχορράγημα ψύχος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---