Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ψεκασμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 atomizzazione
2 irrorazione
3 nebulizzazione
4 schizzata
5 schizzettata
6 spruzzamento
7 spruzzata
8 spruzzatura
9 spruzzo
10 zaffata
11 irrigazione a pioggia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ψεκασμένος ψεκαστήρα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο κινητήρας ψεκασμού = motore [αρσ.] a iniezione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---