Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόψάρι
ουσιαστικό ουδέτερο pesce (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαμου 'ψησε το ψάρι στα χείλη = mi ha dato tormento || καπνιστό ψάρι = pesce [αρσ.] affumicato || το ψάρι στη σχάρα = pesce [αρσ.] alla griglia || το ψάρι πλακί = pesce [αρσ.] in teglia Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |