Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιεροφάντης
ουσιαστικό αρσενικό 1 adorato`re ~m~ 2 ierofa`nte ~m~ ιεροφάντιδα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ιεροφάντης] ιεροφάντισσα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ιεροφάντης] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |