Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιεροφάντης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 adorato`re ~m~
2 ierofa`nte ~m~

ιεροφάντιδα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ιεροφάντης]

ιεροφάντισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ιεροφάντης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Ιερουσαλήμ ιεροφυλάκιο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---