Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόιδέα
ουσιαστικό θηλυκό 1 idea ~f~ o πλατωνικός κόσμος των ιδεών == il mondo platonico delle idee 2 pensie`ro ~m~, ide`a ~f~ του έχει γίνει έμμονη ιδέα == è diventata un'idea fissa per lui | πoιoς είχε πρώτoς την ιδέα; == di chi è stata l'idea? 3 conce`tto ~m~, ide`a ~f~ η ιδέα τον χρόνου == l'idea di tempo 4 ((al plurale)) ide`a ~f~, ideologi`a πολιτικές ιδέες == idee politiche 5 impressio`ne ~f~, ide`a ~f~ έχω την ιδέα ότι με κoρόιδεψε == ho l'impressione, l'idea che mi abbia ingannato 6 opinio`ne ~f~, ide`a ~f~ τι ιδέα έχεις γι' αυτήν; == che idea ti sei fatto, che ne pensi di lei? 7 pi`zzico ~m~, un'ide`a ~f~ di, un poco ~m~ βάλε μια ιδέα αλάτι == aggiungi un'idea, un pizzico di sale! | δεν έχω την παραμικρή ιδέα == non ne ho la più pallida idea permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαφλερτάρω με την ιδέα = accarezzare l'idea Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |