Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ιχθυοπαραγωγός  
επίθετο

1 di persona commercia`nte ~mf~ di pesce
2 di paese produtto`re ~m~ di pesce

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ιχθυοπαραγωγή ιχθυοπωλείο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---