Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόίχνος
ουσιαστικό ουδέτερο 1 orma ~f~, impro`nta ~f~, tra`ccia ~f~ ανακάλυψαν τα ίχνη της αλεπoύς == hanno scoperto le orme della volpe 2 resti ~mp~, vestigia ~fp~ βρέθηκαν τα ίχνη ενός χαμένoυ πoλιτισμoύ == sono stati trovati i resti di una civiltà scomparsa 3 tra`ccia ~f~ βρήκαν ίχνη δηλητηρίου == hanno trovato tracce di veleno | ακoλoυθεί τα ίχνη του πατέρα του == segue le orme del padre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |