Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ήμισυ  
ουσιαστικό ουδέτερο

((arcaico)) mezzo ~m~, metà ~f~ το έτερον ήμισυ == la metà, l'altra metà (il marito o la moglie) | η αρχή είναι το ήμισυ του παντός == chi ben comincia è alla metà dell'opera

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημιστίχιο ήμισυς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---