Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Ημίμετρα  
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός

mezze misure ~fp~, provvedime`nti ~mp~ insufficie`nti, ineffica`ci τo πρόβλημα της μόλυνσης δεν πρόκειται να λυθεί με ημίμετρα == il problema dell'inquinamento non si risolverà, certo, con delle mezze misure

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ημιμαθής ημίμετρο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---