Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ηλεκτροπαραγωγός  
επίθετο

che produ`ce elettricità ηλεκτροπαραγωγός σταθμός == centrale elettrica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ηλεκτρονόμος ηλεκτροπηξία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---