Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γεωμέτρης  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

geo`metra ~m~

γεωμέτρισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 altra forma del femminile di γεωμέτρης ^-η, ο^
2 geo`metra ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γεωμαντικός γεωμετρία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---