Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γάστρα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pa`ncia ~f~ di un vaso
2 pi`ccolo contenito`re ~m~ di terraco`tta (usa`to per cuo`cere e servi`re la carne)
3 vaso ~m~ da fiori di terraco`tta

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γαστρ- γαστραλγία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---