Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφυτό
ουσιαστικό ουδέτερο 1 pianta 2 [senso figurato] secchione (m) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα αρωματικά φυτά = erbe [θηλ. πλυθ.] aromatiche Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |