Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
φύομαι
ρήμα αμετάβατο
cr
e
scere
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< φυματώδης
φύρα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
φυματικός
[επίθ.]
φυμάτιο
{φυματί-ου...
φυματιώδης
{φυματιώδ-...
φυματίωση
{-ης κ. -ώ...
φυματώδης
[επίθ.]
φύομαι
(μόνο στο ...
φύρα
[θηλ.ουσ]
φυραίνω
{φύρα-να, ...
φύραμα
{φυράμ-ατο...
φύρδην–μύγδην
[επίρ.]
φυρόμυαλος
[επίθ.]
φυρονεριά
[θηλ.ουσ]
φύσα
[θηλ.ουσ]
φυσαλίδα
[θηλ.ουσ]
φυσαλλιδώδης
[επίθ.]
φυσαρμόνικα
{χωρ. γεν....
φυσέκι
[ουσ ουδ.]
φυσερό
[ουσ ουδ.]
φύση
{-ης κ. -ε...
φύσημα
{φυσήμ-ατο...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis