Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφωτοβολίδα
ουσιαστικό θηλυκό razzo luminoso permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι φωτοβολίδες [f.] = razzo [αρσ.] di segnalazione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |