Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφθορά
ουσιαστικό θηλυκό 1 logorio 2 [μαρασμός] consunzione 3 [ζημιά] danno 4 [κατάρρευση] rovina permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |