Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›φουσκώνω

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

φουσκώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 gonfiare
2 [υπερβάλλω] esagerare
3 [ζύμη] lievitare
4 [αναπνοή] ansimare

permalink
‹ φουσκωμένος
φούσκωση ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

φουσκομάγουλος [επίθ.]
φουσκονεριά [θηλ.ουσ]
φούσκωμα {φουσκώμ-α...
φουσκωμάρα [θηλ.ουσ]
φουσκωμένος [επίθ.]
φουσκώνω {φούσκω-σα...
φούσκωση {χωρ. πληθ...
φουσκωτός [επίθ.]
φούστα {χωρ. γεν....
φουστανέλα {χωρ. γεν....
φουστάνι {φουσταν-ι...
φουστίτσα [θηλ.ουσ]
φουτουρισμός [ουσ αρσ ]
φουτουριστής [ουσ αρσ ]
φουτουριστικός [επίθ.]
φουφού {φουφούδες...
φούχτα [θηλ.ουσ]
φουχτιά [θηλ.ουσ]
φούχτωμα [ουσ ουδ.]
φουχτώνω (φούχτ-ωσα...


{{ID:FOYSKWNW100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti