Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόφουσκώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 gonfiare 2 [υπερβάλλω] esagerare 3 [ζύμη] lievitare 4 [αναπνοή] ansimare permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |