Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φούρνος
ουσιαστικό αρσενικό

1 forno
2 [αρτοποιείο] panetteria

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φουρνίζω φουρό  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο φούρνος μικροκυμάτων = forno [αρσ.] a microonde


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---