Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φορολογία
ουσιαστικό θηλυκό

1 [επιβολή φόρου] tassazione
2 [φόρος] imposta, tassa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φορολογητέος φορολογικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---