Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φιλόλογος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 filologo
2 [καθηγητής] insegnante (m) di lettere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φιλολογικός φιλομαθής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---