Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φιλενάδα
ουσιαστικό θηλυκό

1 [ερωμένη] amante (f)
2 [φίλη] amica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φιλελληνισμός φιλεναδίτσα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---