Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


φιλαργυρία
ουσιαστικό θηλυκό

1 avarizia
2 grettezza
3 parsimonia
4 pidocchieria
5 pidocchieria
6 risparmio
7 sordidezza
8 spilorceria
9 taccagneria
10 tirchieria
11 avidità di denaro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  φιλάργυρα φιλάργυρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---