Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
φαλλοκρατία
ουσιαστικό θηλυκό
1
fallicismo
2
fallocrazia
3
maschilismo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< φαλλοκράτης
φαλλοκρατικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
φαλιρίζω
{φαλίρισ-α...
φαλίρισμα
[ουσ ουδ.]
φαλίρω
μππ. φαλιρ...
φαλλικός
[επίθ.]
φαλλοκράτης
{φαλλοκρατ...
φαλλοκρατία
{χωρ. πληθ...
φαλλοκρατικός
[επίθ.]
φαλλός
[ουσ αρσ ]
φαλμπαλάς
[ουσ αρσ ]
φάλτσα
[επίρ.]
φαλτσάρω
{φάλτσαρ-α...
φαλτσέτα
{φαλτσετών...
φάλτσο
[ουσ ουδ.]
φαλτσογωνιά
[θηλ.ουσ]
φαλτσογώνιασμα
[ουσ ουδ.]
φάλτσος
[ουσ αρσ ]
φαμελιά
[θηλ.ουσ]
φαμίλια
[θηλ.ουσ]
φαμιλιά
[θηλ.ουσ]
φάμπρικα
{χωρ. γεν....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis