Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόευχαρίστησις
ουσιαστικό θηλυκό 1 piace`re ~m~, soddisfazio`ne ~f~, dile`tto ~m~ βρίσκει ευχαρίστηση στη μουσική == prova diletto nella musica | ήταν μεγάλη μoυ ευχαρίστηση να σας φιλοξενήσω == è stato per me un grande piacere ospitarvi | ευχαριστώ για τη βοήθεια — τίπoτα, ευχαρίστησή μου ! == grazie dell'aiuto! — di niente, è stato un vero piacere per me! 2 compiace`nza ~f~, gentile`zza ~f~ αν έχετε την ευχαρίστηση …== abbia la compiacenza / gentilezza di… | ό, τι έχετε ευχαρίστηση == a Sua discrezione, mi rimetto / ci rimettiamo alla Sua discrezione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |