Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εξωθούμαι
ρήμα παθητικό


εξωθώ  
ρήμα μεταβατικό

porta`re, spi`ngere η συμπεριφορά του με εξώθησε στα άκρα == il suo comportamento mi ha portato agli estremi | τον εξώθησαν στην αυτοκτονία == l'hanno spinti al suicidio | εξωθώ στην πoρνεία == spingere / incitare alla prostituzione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εξώθηση εξώθυρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---