Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ετερογενής  
επίθετο

1 che appartie`ne ad una razza / stirpe dive`rsa
2 eteroge`neo ετερογενή εμπορεύματα == merci eterogenee

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ετερογένεσις ετεροδημότης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---