Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπωμίζομαι
ρήμα παθητικό 1 me`ttersi / carica`rsi / porta`re qualco`sa sulle spalle 2 ((figurato)) assu`mersi, addossa`rsi, pre`ndere su di sé επωμίζoμαι την ευθύνη == assumersi la responsabilità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |