Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


επίγνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

consapevole`zza ~f~, coscie`nza ~f~ έχω επίγνωση της σοβαρής κατάστασης == essere consapevole della gravità della situazione | δεν έχει επίγνωση της πράξεώς του == non ha coscienza di ciò che ha fatto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  επιγλωττικός επιγονατίδα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---